- μέσσοθεν
- μέσσο-θεν, poet. for μεσόθεν, Adv.A from the middle,
μ. ἰσοπαλές Parm.8.44
, cf. A.R.1.1168: c. gen.,μ. ὕλης AP9.661
(Jul.Aeg.); [full] μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μ. ἰσοπαλές Parm.8.44
, cf. A.R.1.1168: c. gen.,μ. ὕλης AP9.661
(Jul.Aeg.); [full] μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσσόθεν — (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α) επίρρ. 1. από τη μέση 2. στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
μεσσόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσόθεν — (ΑM) βλ. μεσσόθεν … Dictionary of Greek